ξουθῷ

ξουθῷ
ξουθός
rapidly moving to and fro
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ξούθῳ — Ξοῦθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξούθωι — Ξούθῳ , Ξοῦθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικοινωνώ — (AM ἐπικοινωνῶ, έω) [κοινωνώ] έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.) νεοελλ. συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά μσν. νεοελλ. συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”